Θυμάμαι που διάβασα μια είδηση στο Ίντερνετ που έλεγε ότι βρέθηκε νεκρός ένας άντρας στο Τόκυο στις 10 Ιουνίου 2004, ντυμένος με τις πυτζάμες του।
Ε, και; Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που πεθαίνουν με τις πυτζάμες τους είτε α) πέθαναν στον ύπνο τους, το οποίο είναι ευλογία, είτε β) ήταν με τους συγγενείς τους ή στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου – ο θάνατος δεν ήρθε γρήγορα, κι έτσι είχαν όλο το χρόνο να συνηθίσουν το «ανεπιθύμητο», όπως το είπε ο βραζιλιάνος ποιητής Μανουέλ Μπαντέιρα.
Η είδηση συνέχιζε: όταν πέθανε ήταν στο δωμάτιό του. Οπότε η υπόθεση αποκλείεται και μας απομένει μόνο η πιθανότητα ότι πέθανε στον ύπνο του, χωρίς να υποφέρει καθόλου, χωρίς καν να καταλάβει ότι δε θα έβλεπε ξανά το φως της μέρας.
Αλλά υπάρχει ακόμα μία πιθανότητα: επίθεση που την ακολούθησε ο θάνατος.
Εκείνοι που έχουν επισκεφθεί το Τόκυο, ξέρουν ότι η γιγάντια πόλη είναι ταυτόχρονα και ένα από τα πιο ασφαλή μέρη στον κόσμο. Θυμάμαι κάποτε που σταμάτησα για φαγητό στο Τόκυο με τους εκδότες μου πριν ξεκινήσουμε ένα ταξίδι για το εσωτερικό της Ιαπωνίας – όλες μας οι βαλίτσες ήταν ορατές στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Αμέσως είπα ότι αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο, κάποιος θα μπορούσε να έρθει και να κλέψει όλα μας τα ρούχα και τα έγγραφα. Ο εκδότης μου απλά χαμογέλασε και μου είπε να μην ανησυχώ – δεν είχε ακούσει ποτέ τέτοιο περιστατικό (μάλιστα τίποτα δε συνέβη στις βαλίτσες μας, αν κι εγώ ήμουν αναστατωμένος κατά τη διάρκεια του δείπνου).
Αλλά για να επιστρέψουμε στο νεκρό άντρα με τις πυτζάμες, δεν υπήρχαν ίχνη πάλης, βίας, ή οτιδήποτε τέτοιο. Σε μια συνέντευξη, ένας αστυνομικός δήλωσε ότι ήταν σχεδόν σίγουρα ένα περιστατικό ξαφνικής καρδιακής προσβολής. Κι έτσι η υπόθεση της ανθρωποκτονίας αποκλείστηκε κι αυτή.
Το πτώμα είχε βρεθεί από τους εργάτες μιας κατασκευαστικής εταιρίας στο δεύτερο όροφο ενός κτιρίου που επρόκειτο να κατεδαφιστεί. Όλα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο νεκρός άντρας με τις πυτζάμες, ανίκανος να βρει κάπου να μείνει σε μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες και ακριβές πόλεις του κόσμου, είχε απλά αποφασίσει να μείνει εκεί όπου δε θα χρειαζόταν να πληρώνει ενοίκιο.
Και τώρα το τραγικό κομμάτι της ιστορίας μας: ο νεκρός μας άντρας ήταν μονάχα ένας σκελετός που φορούσε πυτζάμες. Δίπλα του βρισκόταν μια ανοιχτή εφημερίδα με την ημερομηνία 20 Φεβρουαρίου 1984. ένα ημερολόγιο πάνω σε ένα τραπέζι έδειχνε την ίδια ημερομηνία.
Μ΄ άλλα λόγια, βρισκόταν εκεί 20 ολόκληρα χρόνια.
Και κανείς δεν είχε προσέξει την απουσία του.
Ο άντρας αναγνωρίστηκε σαν ένας πρώην υπάλληλος της εταιρίας που είχε χτίσει το συγκρότημα, κι ο οποίος είχε μετακομίσει εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1980, σύντομα μετά το διαζύγιο του. Ήταν μόλις λίγο μεγαλύτερος από πενήντα ετών την ημέρα που ξαφνικά, διαβάζοντας την εφημερίδα του, άφησε αυτόν τον κόσμο.
Η πρώην γυναίκα του ποτέ δεν τον έψαξε. Ανακαλύφθηκε ότι η εταιρία όπου δούλευε είχε πτωχεύσει αμέσως μόλις είχε χτιστεί το κτίριο, κι αφού κανένα διαμέρισμα δεν είχε πουληθεί κι έτσι κανείς δεν το βρήκε παράξενο που δεν επέστρεψε ξανά στη δουλειά του. Οι φίλοι του αναζητήθηκαν κι εκείνοι, κι αυτοί είχαν αποδώσει την εξαφάνισή του στο γεγονός ότι είχε δανειστεί χρήματα από εκείνους και δε μπορούσε να τα επιστρέψει.
Η είδηση τελειώνει ενημερώνοντάς μας ότι τα οστά του παραδόθηκαν στην πρώην γυναίκα του. Τελείωσα το άρθρο και έμεινα να αναρωτιέμαι με την τελευταία φράση: η πρώην σύζυγος ήταν ακόμα ζωντανή, και για 20 χρόνια δεν είχε ποτέ ψάξει το σύζυγό της. Τι θα μπορούσε να σκέφτεται; Ότι δεν την αγαπούσε πια, ότι είχε αποφασίσει να την βγάλει για πάντα από τη ζωή του. Ότι είχε γνωρίσει μια άλλη γυναίκα και είχε εξαφανιστεί δίχως ίχνος. Ότι έτσι είναι η ζωή, μόλις τελειώσουν οι διαδικασίες του διαζυγίου δεν υπάρχει λόγος να συνεχίζεται μια σχέση που είχε τερματιστεί νομικά. Φαντάζομαι τι μπορεί να ένιωσε μαθαίνοντας τη μοίρα του ανθρώπου με τον οποίο είχε μοιραστεί ένα κομμάτι της ζωής της.
Μετά σκέφτηκα το νεκρό άντρα με τις πυτζάμες, με μοναξιά τόσο υπερβολική που για είκοσι χρόνια κανένας σ’ ολόκληρο τον κόσμο δεν είχε καταλάβει ότι είχε εξαφανιστεί απλά χωρίς να αφήσει ούτε ένα ίχνος. Και το συμπέρασμά μου είναι ότι χειρότερο από το να νιώθεις πείνα και δίψα, χειρότερο από το να μείνεις άνεργος, το να υποφέρεις από την αγάπη, απελπισμένος μετά από μια ήττα – χειρότερο από όλα αυτά είναι να νιώθεις ότι κανένας, απολύτως κανένας σε τούτον τον κόσμο δε νοιάζεται για σένα.
Ας πούμε όλοι μια σιωπηλή προσευχή τώρα για το νεκρό άντρα κι ας τον ευχαριστήσουμε που μας έκανε να καταλάβουμε πόσο σημαντικοί είναι οι φίλοι μας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου