"Έλα ποιος είναι;"
"Ακόμα κοιμάσαι, Αλεξάνδρα µου; Άντε, σήκω. Περνάω να σε πάρω σε δέκα λεπτά. "
"Ναι εντάξει ξύπνησα "...
Η Τάνια κατέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια και μπήκε στη μαύρη Lancia, δώρο του μπαμπά της για τα 30 της χρόνια. Ήταν πολύ χαρούμενη που έπαιρνε ένα τέτοιο δώρο, σ' αυτήν την ηλικία. Την έκανε να αισθάνεται έφηβη. Τον ευγνωμονούσε το μπαμπά της γι αυτό το αυτοκίνητο.
Σήμερα είχε κι άλλο λόγο να είναι χαρούμενη: Η Χριστίνα, το Χριστινάκι της, παντρευόταν σε δύο εβδομάδες τον εκλεκτό της, το Θανάση. Θα πήγαιναν στα μαγαζιά όλες μαζί να διαλέξουν νυφικό. Η Χριστίνα µε τη Δήμητρα ήταν ήδη στα μαγαζιά για να κοιτάξουν για παπούτσια.
Το νυφικό, όμως, ήταν κάτι που έπρεπε να το αποφασίσουν όλες μαζί όπως έκαναν πάντα στις μεγάλες χαρές και στις μεγάλες λύπες. Είκοσι χρόνια φίλες, αχώριστες. Με πολλούς καυγάδες, συνήθως ανάμεσα στην Τάνια και την Αλεξάνδρα, αλλά πάντοτε μετά από λίγο, αχώριστες.
Η Lancia κόρναρε δυο φορές, κοφτά, κάτω από το σπίτι της Αλεξάνδρας.
Σε λίγο εκείνη άνοιγε την πόρτα και έμπαινε στο αυτοκίνητο. "Μα ποτέ να µην ξυπνάς στην ώρα σου;"
"Ωχ! Άσε με κι εσύ και δεν έχουν ανοίξει ακόμα τα μάτια µου ... Να πάμε για ένα καφέ πριν τα ψώνια;"
“Έτσι κι αλλιώς, οι άλλες µας περιμένουν στο Πολύμορφο. Καφέ θα πίνουν κι αυτές. "
Το Πολύμορφο... Το μικρό καφενείο που εδώ και πάρα πολλά χρόνια είναι το σημείο συνάντησης, ο τόπος συζητήσεων ατελείωτων, μέσα από λίτρα και λίτρα καφέ. Γι αυτές δεν είχε σημασία αν άνοιγαν καινούρια στέκια σ' όλη την πόλη ... Ούτε αν γέμιζαν µε κόσμο, ούτε αν έβαζαν καλή μουσική ... Το Πολύμορφο ήταν το 'δικό' τους μέρος.
Δεν είναι ότι δεν πήγαιναν και αλλού. Τους άρεσαν ακόμα ένα-δύο μέρη στο Ηράκλειο. Στο Πολύμορφο όμως ένιωθαν τη ζεστασιά του σπιτιού τους. Κι ο κυρ' Ανέστης, ο ιδιοκτήτης, κάτι σα δεύτερος πατέρας τους. Κάθε τραπέζι είχε και µια δική τους ιστορία να πει. Εδώ τους είχε πει η Τάνια ότι είχε απολυθεί από τη δουλειά της, πριν από τέσσερα χρόνια, κι ύστερα από μερικές βδομάδες ότι βρήκε μια θέση σ' ένα φροντιστήριο αγγλικών. Πιο πέρα, σ’ εκείνο το πράσινο τραπεζάκι, η Αλεξάνδρα είχε αποκαλύψει τη σχέση της μ' εκείνον τον παντρεμένο, που τέλειωσε άδοξα μετά από έξι μήνες. Στο γωνιακό, το κόκκινο, είχε πλησιάσει τη Δήμητρα ο Αντώνης, ένα φθινοπωρινό απόγευμα.
Ο Αντώνης ... Τι ιστορία κι αυτή ... Τη σημάδεψε τη Δήμητρα. Όλες τις σημάδεψε. Η Δήμητρα έλεγε και ξανάλεγε ότι αυτός είναι ο άντρας της ζωής της κι ότι κάποτε θα τον παντρευόταν. Όμως ο Αντώνης είχε άλλα σχέδια. Πήρε μετάθεση για ένα υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στη Θεσσαλονίκη, κι εκείνη έπρεπε να διαλέξει αν θα τ' άφηνε όλα πίσω της για να πάει μαζί του ή αν θα έμενε εδώ χωρίς εκείνον ... Η Δήμητρα ήταν αδύναμος άνθρωπος. Και, ως γνωστόν, οι αδύναμοι άνθρωποι φοβούνται τις μεγάλες αλλαγές. Έμεινε. Κι εκείνος έφυγε.
Εκείνη έμεινε κλεισμένη στο δωμάτιό της για πέντε ολόκληρες μέρες, χωρίς φαγητό, µόνο νερό και άπειρα πακέτα τσιγάρων. Μέσα σ' εκείνο το δωμάτιο, μέσα στο σκοτάδι του, προσπάθησε να μαζέψει τα κομμάτια της και να βρει λόγο να συνεχίσει να ζει. Όταν η Χριστίνα την έπεισε να βγει έξω, είχε μείνει η σκιά του εαυτού της. Ήταν φανερό ότι είχε χάσει βάρος, αλλά το πιο σημαντικό ήταν το βλέμμα της. Ίσως να ήταν από τον καπνό όλων εκείνων των τσιγάρων, ίσως από την αϋπνία, ίσως από το κλάμα, ίσως από το βαθύ σκοτάδι του δωματίου ... Όμως εκείνο το κοίταγμα ήταν κάτι πρωτόγνωρο για όλες. Θυμός και λύπη μαζί. Σχεδόν παράνοια αλλά και σημάδι απόλυτης λογικής. Και το σημαντικότερο απ' όλα, πείσμα και θέληση για ζωή. Η αδύναμη Δήμητρα, ήταν δυνατή! Πολύ δυνατή! Τις σημάδεψε όλες ο Αντώνης ...
Κι ακόμα σ' εκείνο το τραπέζι δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο, πριν από δυο εβδομάδες, η Χριστίνα τους είχε ανακοινώσει ότι είχε δεχτεί την πρόταση γάμου του Θανάση. Είχαν δεσμό πέντε χρόνια. Γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο, στο τρίτο έτος, όταν εκείνος της ζήτησε φωτιά για το τσιγάρο του. Κι εκείνη του έδωσε αυτό και πολλά ακόμα ... Η Τάνια ακόμα έλεγε ότι εκείνος είχε βρει πρόσχημα για να πλησιάσει τη φίλη της, αλλά εκείνος δεν το παραδέχτηκε ποτέ. Άλλωστε δεν είχε και τόση σημασία. Σημασία είχε ότι σε δύο εβδομάδες από σήμερα, αυτοί οι δύο θα έδιναν όρκο αγάπης μπροστά στο Θεό ... Και αμέσως μετά θα έπρεπε να φύγουν για Αμερική ... Η εταιρία του Θανάση του είχε προτείνει να πάει σε µια πολύ καλή θέση στα κεντρικά γραφεία που βρίσκονταν στη Νέα Υόρκη. Και η Χριστίνα είχε συμφωνήσει ότι θα ήταν τρέλα να αρνηθεί μια τέτοια ευκαιρία. Θα έφευγαν μαζί την επομένη του γάμου.
"Βρε καλώς τες! Μήπως αργήσατε λίγο;"
"Sorry βρε Χριστινάκι, αλλά την ξέρεις τώρα την Αλεξάνδρα. Άμα δεν πάει δύο το μεσημέρι, δε λέει να ξεκουνήσει από το κρεβάτι", είπε η Τάνια κι έριξε ένα ειρωνικό βλέμμα στην Αλεξάνδρα.
"Ναι, αλλά κοίτα εγώ δερματάκι που το 'χω ... Αλάβαστρος! Όχι σα μερικές μερικές…” απάντησε η Αλεξάνδρα, κοιτάζοντας υποτιμητικά την Τάνια.
"Αρχίσατε πάλι;", είπε η Δήμητρα. "Αμάν πια! Σήμερα έχουμε γιορτή ...
Αφήστε τους καυγάδες. Λοιπόν, είδαμε κάτι υπέροχες λευκές γόβες. Αυτές θα πάρει η νυφούλα µας."
"Μα βρε Δημητρούλα µου, δεν είπαμε να μην πάρω ψηλά παπούτσια; Πώς θα περπατήσω; Θα πέσω και θα γίνω ρεζίλι”.
"Σιωπή! Είπα! Αυτές θα πάρεις. "
"Για στάσου ένα λεπτό φιλενάδα. Ποια παντρεύεται, εσύ ή η Χριστίνα; Επειδή, δηλαδή, εσύ έχεις συνηθίσει να ντύνεσαι σα μοντέλο, πρέπει η κοπέλα να υποφέρει; Δε φαντάζομαι να έχεις την απαίτηση να φορέσουν και οι παράνυφοι τίποτα στενά φορέματα και κανένα παπούτσι δωδεκάποντο;"
“Εννοείται, Τάνια! Κάπως έτσι το φαντάστηκα. Ξέρετε τι έχω στο μυαλό µου γιa ‘µας; Λοιπόν ακούστε: μακρύ ροζ φόρεμα, στενό ως το γόνατο και μετά όσο καταβαίνει να φαρδαίνει, και να καταλήγει σε ουρά, πίσω. Και εκρού πέδιλο. Τα μαλλιά χτενισμένα σε ατίθασες μπούκλες και ένα μπουκέτο σομόν τριαντάφυλλα! Τι λέτε; Καταπληκτικό δεν ακούγεται;"
"Εμένα θα µου πήγαινε κι ένας μανδύας κεντημένος µε αστέρια ... ", είπε η Αλεξάνδρα. Κοιτάχτηκαν µε νόημα και ξέσπασαν σε γέλια.
"Καλά, εγώ πώς θα την κάνω τη μπούκλα στο κοντό μαλλί;", είπε η Τάνια. "Άραγε προλαβαίνουν να μακρύνουν σε δύο βδομάδες;". Ξανακούστηκαν ξέφρενα γέλια.
Όταν επιτέλους σταμάτησαν, κοιτάχτηκαν πάλι. Αυτό ήταν που τις έδενε.
Το χιούμορ. Πάντα είχαν την ικανότητα να διακωμωδούν και τις πιο σοβαρές καταστάσεις και έτσι να τις ξεπερνούν. Με το χιούμορ ακόμα και τα πιο λυπηρά πράγματα έπαιρναν άλλο χρώμα, κι αυτές μπορούσαν να παρακολουθήσουν τη ζωή τους σα να ήταν κάποιου άλλου. Άλλοτε τον συμπονούσαν κι άλλοτε τον χλεύαζαν, αλλά πάντοτε γελούσαν ... γελούσαν ... ακόμα και μέσα σε δάκρυα.
"Άντε ας πηγαίνουμε. Θα κλείσουν τα μαγαζιά και δε θα προλάβουμε να κάνουμε τίποτα", είπε η Τάνια.
“Έχει δίκιο η Τάνια. Πάμε. Κυρ Ανέστη, τι σου χρωστάμε;" .
“Ένα φιλί από τη καθεμιά σας, κι είµαστ' εντάξει", είπε ο κυρ Ανέστης κι έδειξε το φουσκωτό του μάγουλο. Η μία μετά την άλλη τον 'πλήρωσαν' κι έφυγαν μέσα σε γέλια.
"Ο Θεός να σας έχει καλά, παιδιά µου", είπε ο γεράκος. ''Ο Θεός να σας έχει καλά".
Αφού όργωσαν όλα τα μαγαζιά της πόλης, αποφάσισαν: το νυφικό της Χριστίνας ήταν υπέροχο! Εκρού, κεντημένο στο χέρι, µε πολύ λεπτές τιράντες, που θα άφηναν ακάλυπτους τους ώμους, σφιχτό στη μέση και φαρδύ κάτω. Η Δήμητρα είπε ότι έμοιαζε µε νεράιδα.
Τα φορέματα των παράνυφων ήταν στο ίδιο σχέδιο µε το νυφικό, µόνο που ήταν κοντύτερα και είχαν το χρώμα της θάλασσας. "Τώρα η Χριστίνα θα είναι η νεράιδα, κι εμείς οι νύμφες του νερού", σχολίασε η Τάνια. Όσο για τα παπούτσια, μετά από φωνές και καυγάδες, που έκαναν τους υπαλλήλους στα μαγαζιά να τις κοιτούν επίμονα, κατέληξαν. Γόβες µε χαμηλό τακούνι για τη Χριστίνα, στην ίδια απόχρωση του νυφικού της. Και για τις ίδιες, η Αλεξάνδρα είχε µια υπέροχη ιδέα. Παπούτσια χορού! Θαλασσί! Η Τάνια ξετρελάθηκε όταν το άκουσε. Η Δήμητρα φυσικά είχε τις αντιρρήσεις της, αλλά τελικά συμφώνησε, χάριν πλειοψηφίας. Η αλήθεια είναι ότι όταν πήγαν να τα δοκιμάσουν, άλλαξε γνώμη και είπε ότι τελικά ο συνδυασμός ήταν καταπληκτικός.
Αφού είχαν τελειώσει τα ψώνια αποφάσισαν να πάνε για φαγητό. Η μέρα ήταν υπέροχη κι έτσι σκέφτηκαν να βγούνε απ' το Ηράκλειο. Σκέφτηκαν να πάνε στη Δόξα, ένα μικρό χωριό, και να φάνε σ' εκείνη την ταβερνούλα στην πλατεία. Εκεί, µόλις τέλειωνες το φαγητό σου, σου έφερναν κάτι εκπληκτικά μυζιθροπιτάκια µε μέλι, που τα κορίτσια λάτρευαν.
Έφτασαν γύρω στις τέσσερις. Το φαγητό ήταν πεντανόστιµο. Γεμιστά µε ρύζι, λαχανικά και τυρί. Ήπιαν και λίγο κρασί, λευκό και δροσερό.
"Μην πιούµε πολύ, ε, Τάνια µου;", είπε η Χριστίνα. “Έχουμε και δρόμο μπροστά µας ...
"Ησύχασε κοριτσάκι µου. Ας γιορτάσουμε το τελευταίο µας γεύμα ... Ίσως να µη µας ξαναδοθεί η ευκαιρία να βρεθούμε έτσι, όλες μαζί. .. "
"Μα τι 'ν' αυτό πάλι;", είπε η Δήμητρα. "Δε φαντάζομαι να εννοείς ότι τώρα που παντρεύεται η Χριστίνα θα χαθούμε ... Αμάν αυτές οι τάσεις μελαγχολίας! Πρέπει πάντα όταν διασκεδάζουμε να το χαλάς;"
“Έχει δίκιο η Tάvια", είπε η Αλεξάνδρα. “'Ίσως βέβαια να ξαναβρεθούμε, αλλά δε θα 'ναι ποτέ το ίδιο ... Σε λίγο η Χριστίνα, όχι μόνο παντρεύεται, αλλά φεύγει για την άλλη άκρη του κόσμου. Δεν πιστεύω να έχεις την εντύπωση ότι αυτό δε θα µας επηρεάσει καθόλου ... "
"Σταματήστε τις χαζομάρες, πριν θυμώσω πραγματικά! Ο γάμος µου δε θ' αλλάξει τίποτα που να έχει σχέση µε 'µας. Θα σας παίρνω στο τηλέφωνο και θα σας γράφω κάθε μέρα ... Θα έρχεστε! Θα έρχομαι. Είστε πάντα οι φίλες µου! Οι αδερφές µου!" Η φωνή της έσπασε κι άφησε ν' ακουστεί ένας λυγμός. Και τότε παρατήρησε ότι τα δάκρυα είχαν πλημμυρίσει και τα µάτια των κοριτσιών.
"Πάμε;", είπε απότομα η Τάνια.
"Μα δε µας φέρανε ακόμα τα μιζυθροπιτάκια ... ", είπε η Αλεξάνδρα. Γέλασαν. "Θα πω να σου τα τυλίξουν", της απάντησε η Tάνια.
Σε λίγο η μαύρη Lancia έτρεχε στο δρόμο. Δε μιλούσε καμιά. Όλες ήταν βυθισμένες σε μια σιωπή, από κείνες τις δικές τους ... Σχεδόν άκουγες τις φωνές της Δήμητρας, το γέλιο της Χριστίνας ... Το χέρι της Τάνιας γύρισε μηχανικά το κουμπί του ραδιοφώνου. Πέσανε πάνω στο Lου Reed .
... such a perfect day drank Sangria ίn the park ...
Η Αλεξάνδρα και η Δήμητρα ήδη σιγοτραγουδούσαν. Σε λίγο τις μιμήθηκαν και η Τάνια µε τη Χριστίνα .
... Oh it's such a perfect day I'm glad I spent it with you .
Such a perfect day,
You just keep me hanging οn!
Υου just keep me hanging οn!
Κοιτάχτηκαν συνωμοτικά. Το αυτοκίνητο πέταξε από τη στροφή προς τον ουρανό. Ο Lου Reed συνέχιζε. Κι εκείνες το ίδιο. Μαζί. Αχώριστες. Φίλες. Για πάντα.
Η μέρα του γάμου έφτασε. Κι η νύφη ήταν εκεί, μέσα στο υπέροχο νυφικό της, πανέμορφη, σα νεράιδα πραγματική, και λίγο πιο πέρα οι παράνυφοι στα γαλάζια, σα νύμφες του νερού, να τη συνοδεύουν στην καινούρια της ζωή. Τα πρόσωπα των καλεσμένων όμως, ήταν σκυθρωπά. Μα γιατί φοράνε όλοι µαύρα;
"Γάμο έχουμε, Αλεξάνδρα µου! Ποιο χρώμα φοριέται περισσότερο στους γάμους; Το μαύρο!"
"Καλά σου λέει η Τάνια."
"Πολύ συγκινημένοι δεν είναι όμως…"
'Χριστίνα µου, είναι δυνατόν να σε παραξενεύει αυτό; Γίνεται ποτέ γάμος χωρίς δάκρυα;"
"Ας τη συγχωρέσουμε την καημένη τη Χριστίνα, βρε Δήμητρα. Είναι η αγωνία της νύφης”....
"Καλέ ποια αγωνία, που µου φαίνεται ότι έχει χαζέψει τελείως ... "
Οι άνθρωποι τριγύρω σα ν' άκουσαν γέλια από κάπου μακριά. Γύρισαν να δουν ποιος ήταν, µα το µόνο που ακουγόταν πια ήταν το κελάηδημα των πουλιών.
ΤΕΛΟΣ
2 σχόλια:
απλά....ΥΠΕΡΟΧΟ...
Χαίρομαι που σ' άρεσε η ιστορία μου. Τη σκάρωσα πριν αρκετά χρόνια και βασίζεται τόσο σε πραγματικά γεγονότα, όσο και σε φανταστικές καταστάσεις...
Δημοσίευση σχολίου